- ὑφαντικοῦ
- ὑφαντικόςskilled in weavingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
υφαντικός — ή, ό / ὑφαντικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφαντή ή αυτός με τον οποίο γίνεται η ύφανση (α. «υφαντικός ιστός» ο αργαλειός θ. «ὑφαντικὸν δὲ γε ἡ κερκίς», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η υφαντική (ενν. τέχνη) η τέχνη… … Dictionary of Greek
άντζα — η (Μ ἄντζα) 1. η λακκούβα κάτω από το γόνατο, και επεκτ. η κνήμη 2. ο μηρός 3. το σκέλος 4. ο ταρσός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας παρά το πλήθος των προτεινόμενων ετυμολογικών ερμηνειών. Πιθανώς < ουσ. αντζί < αντίον «εργαλείο… … Dictionary of Greek
αντίον — (Antium). Αρχαιότατη πόλη στην ακτή του Λατίου. Ιδρύθηκε, κατά τη μυθολογία, από τον Άντιο ή Αντίο, γιο της Κίρκης και του Οδυσσέα. Σήμερα, στην ίδια περιοχή βρίσκεται η πόλη Άντσιο (Anzio). H πόλη υποτάχθηκε τον 6o αι. π.Χ. στους Ουόλσκους και… … Dictionary of Greek
αντζί — το 1. το μέρος το ποδιού από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο 2. το σαρκώδες μέρος πίσω από το οστό της κνήμης 3. το εξογκωμένο τμήμα του μηρού, συνεκδ. το πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αντί, αντίον «εργαλείο υφαντικού ιστού» ή < αντικνήμιον, με… … Dictionary of Greek
αντιράβδι — το 1. ραβδί, μακρύ ξύλο για το τίναγμα του καρπού της ελιάς 2. μέρος του υφαντικού ιστού … Dictionary of Greek
απλώστρα — η 1. τόπος ή κατασκευή όπου απλώνουμε καρπούς ή ρούχα για να στεγνώσουν 2. το σύνολο των καρπών ή ενδυμάτων που είναι απλωμένα για να στεγνώσουν 3. η γυναίκα που απλώνει τα ρούχα 4. εξάρτημα του υφαντικού ιστού με το οποίο απλώνεται, ξετυλίγεται… … Dictionary of Greek
ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek